δόκωσις

Revision as of 10:40, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

English (LSJ)

εως, ἡ, furnishing with rafters, roofing, LXX Ec.10.18, Plu.2.1112e (pl.), S.E.P.3.99, M.9.343, POxy.1648.60 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
viguería, trabazón de vigas y esp. techumbre, tejado de tablas ἐν ὀκνηρίαις ταπεινωθήσεται ἡ δ. LXX Ec.10.18, Χῖα δ. IG 12(2).14.9 (Mitilene III a.C.), de un templo PTeb.781.12 (II a.C.), utilizado como taller πεπράκ(ασι) ... δόκωσιν καὶ τὰ συνῳκοδομημένα βαφικὰ ἐργαστήρια POxy.1648.60 (II d.C.), οὐδὲν ἔστι διάστημα παρὰ τὰ διεστηκότα, οὔδε δ. παρὰ τὰς ... δοκούς la separación no es nada fuera de las cosas separadas ni el envigado sin las vigas S.E.M.9.343, cf. P.3.99, Plu.2.1112e, μὴ ἐξεῖναι ... βάρη ἐπιτιθέναι τινα πρὸς λύμην τῆς δοκώσεως Iul.Ascal.32.5.

German (Pape)

[Seite 654] ἡ, das Gebälk, Dach, LXX.

Russian (Dvoretsky)

δόκωσις: εως ἡ бревенчатый настил Sext.

Greek (Liddell-Scott)

δόκωσις: -εως, ἡ, στέγη, στέγασις, Ἑβδ. Ἐκκλ. 10. 18, Σέξτ. Ἐμπ. 144. 468.

Greek Monolingual

δόκωσις, η (Α) δοκώ (ΙΙ)]
στέγαση με δοκάρια.