στέγαση
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
η /στέγασις -άσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στέγασσις και στέγαξις Α στεγάζω
κατασκευή στέγης, τοποθέτηση στέγης σε οικοδόμημα
νεοελλ.
εγκατάσταση σε σπίτι, προσωρινή ή μόνιμη, φιλοξενία ή απόκτηση κατοικίας.