νομιστέος

Revision as of 10:55, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

English (LSJ)

α, ον, A to be enacted (νομίζω 1.2), Pl.R.608b. II νομιστέον, one must account, deem, Id.Sph.230d, Men.550, LXX Ep.Je. 40, Porph.Abst.1.12, etc.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de νομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ νομίζω, ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ.

Greek Monotonic

νομιστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του νομίζω, αυτός που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νομιστέος, η, ον, verb. adj.]
to be accounted, Plat.