ἔκνηψις
English (LSJ)
εως, ἡ, becoming sober or becoming calm, LXX La.2.18.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
calma, sosiego μὴ δῷς ἔκνηψιν σεαυτῇ LXX La.2.18, cf. 3.49.
German (Pape)
[Seite 770] ἡ, das Nüchternwerden, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκνηψις: -εως, ἡ, τὸ ἀνανήφειν, ἀνάνηψις, ἐπάνοδος εἰς νηφαλιότητα ἢ ἠρεμίαν, Ἑβδ.
Greek Monolingual
ἔκνηψις, η (Α)
ανάνηψη, επάνοδος στη νηφαλιότητα.