ἀνάνηψις
From LSJ
German (Pape)
[Seite 199] ἡ, das Wiedernüchternwerden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάνηψις: -εως, ἡ, ἀνάρρωσις, ἀναζωογόνησις, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
recuperación ἐν ἀ. γρηγορέσεως Epiph.Const.Haer.26.13 (p.293.21).
[Seite 199] ἡ, das Wiedernüchternwerden, Sp.
ἀνάνηψις: -εως, ἡ, ἀνάρρωσις, ἀναζωογόνησις, Ἐκκλ.
-εως, ἡ
recuperación ἐν ἀ. γρηγορέσεως Epiph.Const.Haer.26.13 (p.293.21).