ὁλοσίδηρος

Revision as of 15:00, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

[ῐ], ον, all iron, μάχαιρα IG22.1481 (iv B. C.), cf. Antiph.216, IG11(2).145.37 (Delos, iv B. C.), Plu.Cam.40; ὁλοσίδηροι, οἱ, soldiers wearing coats of mail, = Lat. clibanarii, Lyd.Mag.1.46.

German (Pape)

[Seite 327] ganz von Eisen, Antiphan. bei Poll. 10, 176.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en fer.
Étymologie: ὅλος, σίδηρος.

Russian (Dvoretsky)

ὁλοσίδηρος: (ῐ) целиком сделанный из железа, весь железный (παλτόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοσίδηρος: [ῐ], -ον, ὅλος ἐκ σιδήρου, Ἀντιφῶν ἐν «Φιλίσκ.» 1.

Spanish

hecho todo de hierro

Greek Monolingual

ὁλοσίδηρος, -ον (Α)
1. ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁλοσίδηροι
στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια πανοπλία.

Léxico de magia

-ον hecho todo de hierro de un anillo ποιήσας κολλούρια σφράγιζε δακτυλίῳ ὁλοσιδήρῳ, ὁλοστόμῳ haz unas pastas y séllalas con un anillo enteramente de hierro, templado por completo P IV 2691 de un cuchillo ἔχε δὲ πινακίδα ... καὶ μαχαῖριν ὁλοσίδηρον δίστομον ten una tablilla y un cuchillo de doble filo todo de hierro P XIII 92