καρπάσινος

Revision as of 15:25, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[πᾰ], η, ον, made of κάρπασος, LXX Es.1.6, Str.7.2.3, D.H.2.68.

German (Pape)

[Seite 1328] von seinem spanischem Flachs, ἐφαπτίδες Strab. VII, 294, ἐσθής D. Hal. 2, 68.

Greek (Liddell-Scott)

καρπάσινος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ καρπάσου, δηλ. ἐκ λεπτοῦ λίνου, Στράβ. 294, Διον. Ἁλ. 2. 68:- ὡσαύτως καρπάσιος, α, ον, Παυσαν. 1. 26, 7. - Κατὰ Φώτ. «καρπάσινοι, κορτῖναι», παραπετάσματα.

Spanish

de lino

Greek Monolingual

καρπάσινος, -ίνη -ον (Α) κάρπασος
ο κατασκευασμένος από κάρπασο.

Léxico de magia

-ον graf. καλπ- de lino de madera para quemar ἐπίθυε ἐπὶ ἀνθράκων καλπασίνων βόλβιθον βοὸς μελαίνης ofrece sobre carbones de madera de lino estiércol de una vaca negra P IV 1439