νυκτολάλημα

Revision as of 15:30, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[λᾰ], ατος, τό, spell for making a woman talk in her sleep, PMag.Lond.121.411.

Spanish

práctica para hacer hablar a alguien en sueños

Greek Monolingual

νυκτολάλημα, τὸ (Α)
μαγική επωδός, ξόρκι που χρησιμοποιείται προκειμένου να αναγκάσει κάποιον, συνήθως γυναίκα, να μιλήσει ενώ κοιμάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + λάλημα (< λαλῶ)].

Léxico de magia

τό práctica para hacer hablar a alguien en sueños P VII 411