νυκτολάλημα
English (LSJ)
[λᾰ], ατος, τό, spell for making a woman talk in her sleep, PMag.Lond.121.411.
Spanish
Greek Monolingual
νυκτολάλημα, τὸ (Α)
μαγική επωδός, ξόρκι που χρησιμοποιείται προκειμένου να αναγκάσει κάποιον, συνήθως γυναίκα, να μιλήσει ενώ κοιμάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + λάλημα (< λαλῶ)].
Léxico de magia
τό práctica para hacer hablar a alguien en sueños P VII 411