Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η / ὡριμότης, -ότητος, ΝΜΑ ώριμος(για καρπούς) η ιδιότητα ή η κατάσταση του ώριμου, το μέστωμανεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) η κατάσταση πλήρους σωματικής ανάπτυξης και πνευματικής συγκρότησης.
Bulgarian: зрялост; Czech: zralost; Galician: sazón; Greek: ωριμότητα; Irish: aibíocht, abúlacht; Latin: maturitas; Manx: appeeys; Polish: dojrzałość; Quechua: puqu; Spanish: madurez, sazón