burla
Spanish > Greek
διάσυρσις, γελοιασμός, βωμολοχία, διαμώκησις, ἐξαθέρισις, ἀγχήνη, διαγέλως, ἐμπαιγμονή, ἔμπαιγμα, ἀπόσκωμμα, γέλοιος, διασυρμός, ἐμπαιγμός, ὀνειδισμός
διάσυρσις, γελοιασμός, βωμολοχία, διαμώκησις, ἐξαθέρισις, ἀγχήνη, διαγέλως, ἐμπαιγμονή, ἔμπαιγμα, ἀπόσκωμμα, γέλοιος, διασυρμός, ἐμπαιγμός, ὀνειδισμός