γελοιασμός
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
ὁ, jesting, LXX Je.31 (48).27.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
broma, burla εἰ μὴ εἰς γελοιασμὸν ἦν σοι Ισραηλ LXX Ie.31.27.
German (Pape)
[Seite 479] ὁ, das Spaßmachen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
γελοιασμός: ὁ, ἀστεϊσμός, σκῶμμα, Ἑβδ. (Ἱερ. 31 (48). 27).
Greek Monolingual
ο (AM γελοιασμός) γελοιάζω
αστεϊσμός, χωρατό.