variegated
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ποικίλος, Ar. and V. αἰόλος.
Of all kinds: Ar. ποικιλόμορφος, P. and V. παντοῖος, Ar. and P. παντοδαπός.
Dappled: V. στικτός, κατάστικτος.
adj.
P. and V. ποικίλος, Ar. and V. αἰόλος.
Of all kinds: Ar. ποικιλόμορφος, P. and V. παντοῖος, Ar. and P. παντοδαπός.
Dappled: V. στικτός, κατάστικτος.