παντοδαπός
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
παντοδαπή, παντοδαπόν, (cf. ἀλλοδαπός)
A of every kind, of all sorts, manifold, ἄνθεα, χρόϊαι, καρπός, h.Cer.402, Sapph.20, A.Th.357 (lyr.), etc.; παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς E. Hel.525 (lyr., s. v.l.); π. ἱστορία miscellaneous, D.L.5.5; τὸ π. [τῆς λέξεως] Phld.Rh.1.198 S.; of every country, ποδαπὸς εἶ;Answ. π. Luc.Vit.Auct.8: in plural, πολλοὶ καὶ π. Hdt.9.84; παντοδαποὶ τῆς στρατιῆς, = π. στρατιῶται, Id.7.22: contemptuously, δοῦλοι καὶ ξένοι π. And.2.23; πολλὴ καὶ π. ἄγνοια Pl.Sph.228e: Comp. παντοδαπώτερος Arist.HA525b3: Sup. παντοδαπώτατος Hp.Aër.9, Isoc.15.295. Adv. παντοδαπῶς = in all kinds of ways, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, π. δὲ κακοί Poet. ap. Arist.EN 1106b35, cf. Pl.Prm.130a, etc.; π. ἔχειν Arist.EN1100a27.
2 παντοδαπὸς γίγνεται assumes every shape, Ar.Ra.289, Pl.R. 398a; ὥσπερ ὁ Πρωτεὺς π. γίγνει Id.Ion541e.
German (Pape)
[Seite 463] (vgl. über das Suffirum ποδαπός), von allerlei Geschlecht, mannigfach, wie παντοῖος, H. h. Cer. 402; καρπός, Aesch. Spt. 339; γῆ, Eur. Hel. 532; νοσήματα, Ar. Nubb. 309; παντοδαποὶ στρατιῆς, wo Menschen von allerlei Art bunt durcheinander gemischt sind, Her. 7, 21, wie ἄνθρωποι, Plat. Hipp. mai. 282 c; καὶ πολλὰ ῥεύματα, Phaed. 112 e; ὄψεις, Theaet. 156 b; παντοδαπὸν γίγνεσθαι, wie παντοῖος, Rep. III, 398 a; Folgde. Einen superl. παντοδαπώτατος hat Hippocr., wie Isocr. 4, 45 nach Bekker; compar. παντοδαπώτερον Arist. H. A. 4, 2. – Adv. παντοδαπῶς, im Gegensatz von ἁπλῶς, poet. b. Arist. eth. 2, 6; Plat. Parm. 129 e u. A.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de tout pays, de toute famille, de toute sorte;
2 qui prend toutes sortes de formes.
Étymologie: πᾶς, -δαπος, cf. ποδαπός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντοδαπός -ή -όν [πᾶς] van allerlei soorten, veelsoortig:; παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν gemengd met veelsoortige kleuren Sapph. 152; uit allerlei landen:; παντοδαποὶ τῆς στρατιῆς manschappen van allerlei nationaliteiten Hdt. 7.22.1; van allerlei vormen, veelvormig:; παντοδαπὸς γίγνεσθαι allerlei vormen aannemen Aristoph. Ran. 289; adv. παντοδαπῶς op allerlei manieren:. παντοδαπῶς ἔχειν veelsoortig zijn Aristot. EN 1100a27.
Russian (Dvoretsky)
παντοδᾰπός: всевозможный, разнообразнейший, разнородный (καρπός Aesch.; νοσήματα Arph.; γῆ Eur.): παντοδαπὸν γίγνεσθαι Arph., Plat. принимать всевозможные формы.
English (Slater)
παντοδᾰπός of all kinds παντοδαποῖσιν ξένοις (O. 8.26) Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων (P. 3.7) ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46) παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (sc. Πάν: v. Πάν: cf. παμφυές, Epid. Hymn., 2. 2, 9 Maas) fr. 96. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παντοδαπός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.)
2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.)
αρχ.
φρ. «παντοδαπὸς γίγνεται» — παίρνει κάθε είδους σχήματα.
επίρρ...
παντοδαπώς / παντοδαπῶς, ΝΑ
με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + επίθημα -δαπός, άγνωστης ετυμολ., κατά το ἀλλοδαπός (βλ. και λ. αλλοδαπός)].
Greek Monotonic
παντοδᾰπός: -ή, -όν (πᾶς), με κατάληξη -δαπός, πρβλ. ποδαπός.
1. ο κάθε είδους, κάθε λογής, πολυμερής, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· σε πληθ. πολλοὶ καὶ παντοδαποί, σε Ηρόδ.· επίρρ. -πῶς, με όλα τα είδη των τρόπων, ποιητής σε Αριστ.
2. παντοδαπὸς γίγνεται = παντοῖος γίγνεται, αυτός που εκλαμβάνει κάθε σχήμα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
παντοδᾰπός: -ή, -όν, (πᾶς) σχεδὸν ὡς τὸ παντοῖος, ὁ παντὸς γένους ἢ εἴδους, ἄνθεα, καρπὸς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 402, Αἰσχύλ. Θήβ. 357, κτλ.· παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς Εὐρ. Ἑλ. 525· π. ἱστορία, ποικίλη, Διογ. Λ. 5. 5· ― ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ καὶ π. Ἡρόδ. 9. 84· πανταδαποὶ τῆς στρατιῆς = π. στρατιῶται, ὁ αὐτ. 7. 22· ἐκ πάσης χώρας, ποδαπῶς εἶ; ἀπόκρισις, παντοδαπός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8· ― περιφρονητικῶς, δοῦλοι καὶ ξένοι π. Ἀνδοκ. 22. 30· πολλὴ καὶ π. ἄγνοια Πλάτ. Σοφιστ. 228Ε· ― συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· ― ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 315· ― Ἐπίρρ. -πῶς, κατὰ πάντα δυνατὸν τρόπον, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, π. δὲ κακοὶ Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 6, 14, πρβλ. Πλάτ. Παρμ. 129Ε, κτλ. 2) παντοδαπὸς γίγνεται, = παντοῖος γίγνεται, λαμβάνει παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 289, Πλάτ. Πολ. 398Α· π. γίγνει στρεφόμενος ἄνω καὶ κάτω ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 541Ε. (Ἴδε ἐν λ. ποδαπός.)
Middle Liddell
παντοδᾰπός, ή, όν [πᾶς, with term. -δαπός, cf. ποδαπός
1. of every kind, of all sorts, manifold, Hhymn., Aesch., etc.:—in pl., πολλοὶ καὶ π. Hdt.:—adv. -πῶς, in all kinds of ways, Poeta ap. Arist.
2. παντοδαπὸς γίγνεται, = παντοῖος γίγνεται, assumes every shape, Ar.
English (Woodhouse)
of all kinds, of all sorts, of every kind, of various kinds
Translations
Arabic: مُتَنَوِّع; Bulgarian: разнороден, разнообразен; Danish: mangfoldig; Dutch: veelvuldig, talrijk, veelvoudig, divers; Finnish: moninainen; German: vielfältig, mannigfaltig, verschieden, divers, unterschiedlich; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌰𐌲𐍆𐌰𐌻𐌸𐍃, 𐍆𐌹𐌻𐌿𐍆𐌰𐌹𐌷𐍃; Greek: ποικιλόπτυχος, πολλαπλός, πολυειδής, πολύπτυχος; Ancient Greek: παντοδαπός, ποικίλος; Hungarian: sokféle, sokfajta; Italian: molteplice, multiforme; Latin: multiplex; Portuguese: múltiplos, variados; Russian: разнообразный; Spanish: múltiple; Swedish: mångfaldig; Tagalog: damihan