κλινοπάλη

Revision as of 21:37, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "sens. obsc." to "sens. obsc.")

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, bed-wrestling, sens. obsc., Suet.Dom.22.

German (Pape)

[Seite 1454] ἡ, das Bettringen, der Beischlaf, Sueton. Domit. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνοπάλη: ᾰ, πάλη ἐπὶ τῆς κλίνης, μετ’ αἰσχρᾶς σημασίας, Sueton. Dom. 22.

Greek Monolingual

κλινοπάλη, ἡ (Α)
η πάλη πάνω στην κλίνη, το πάλεμα στο κρεβάτι, η συνουσία.