tintorero
Spanish > Greek
ἁλουργός, δευσοποιός, βαλαυστιουργός, βαφεύς, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός
ἁλουργός, δευσοποιός, βαλαυστιουργός, βαφεύς, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός