ἐποποῖ

Revision as of 17:56, 23 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

a cry to mimic that of the hoopoe (ἔποψ), Ar.Av.58.

German (Pape)

[Seite 1008] (ἔποψ), Ruf des Wiedehopfs, Ar. Av. 227, nach dem Schol. ἐποποί zu schreiben.

French (Bailly abrégé)

interj.
cri de la huppe.
Étymologie: ἔποψ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποποῖ: ἔποψ interj. подражание крику удода Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποποῖ: κραυγὴ κατ’ ἀπομίμησιν τῆς φωνῆς τοῦ ἔποπος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 58.

Greek Monolingual

ἐποποῖ (Α) έποψ
κραυγή κατ’ απομίμηση της φωνής του έποπος, του τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῦ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῖ καλεῖν», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐποποῖ: κραυγή κατ' απομίμηση της φωνής του τσαλαπετεινού (ἔποψ), σε Αριστοφ.

Middle Liddell


a cry to mimic that of the hoopoe (ἔποψ), Ar.