τυπή
English (LSJ)
ἡ, blow, wound, in plural, Il.5.887, A.R.3.848, etc.: sg., Nic.Th.129,673.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
coup.
Étymologie: τύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυπή -ῆς, ἡ [τύπτω] slag, stoot.
Russian (Dvoretsky)
τῠπή: ἡ удар Hom.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ- του ρ. τύπτω + κατάλ. -ή (πρβλ. κοπ-ή)].
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
τῠπή: ἡ, κτύπημα, πληγή, ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ε. 887, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 848, κλπ., Νικ. Θηρ. 129. 673.
Middle Liddell
German (Pape)
ἡ, Schlag, Hieb, überhaupt Verwundung; Il. 5.887; Ap.Rh. 3.848; Nic. Ther. 358, 785; vgl. VLL.