γλία

Revision as of 16:31, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, glue, EM234.24, Suid.; cf. γλοιός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cola, goma Hsch., Eust.1560.32, EM 234.24G., cf. γλοιός.

Greek (Liddell-Scott)

γλία: ἡ, κόλλα, Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· γλήνη παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41.

Greek Monolingual

η
βλ. γλοία.

{{etym |etymtx=γλίνη, [[γλίον See also: s. γλοιός. }}

Frisk Etymology German

γλία: γλίνη, γλίον
{glía}
See also: s. γλοιός.
Page 1,312

German (Pape)

ἡ, Leim, VLL auch γλοιά geschr.; s. γλοιός.