κυνία
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
κῠνία: ἡ, = κυνοκράμβη, Διοσκ. 4. 192.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνία -ας, ἡ Aeol. voor κυνέη.
German (Pape)
ἡ, = κυνοκράμβη.
κῠνία: ἡ, = κυνοκράμβη, Διοσκ. 4. 192.
κυνία -ας, ἡ Aeol. voor κυνέη.
ἡ, = κυνοκράμβη.