σιαλίς

Revision as of 16:34, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a kind of A bird, Did. ap. Ath.9.392f. II σιαλίς· βλέννος, Ἀχαιοί, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σιαλίς: -ίδος, εἶδος πτηνοῦ, Ἀθην. 392F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιαλίς· βλέννος Ἀχαιοί».

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. είδος πτηνού
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Αχαιούς) «βλέννος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κύμινδ-ις)].

German (Pape)

ἡ, ein Vogel, Ath. IX.392f. S. auch σίαλος.