ἱλαρύνω

Revision as of 16:36, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

v. ἱλαρόω.

Greek Monolingual

(Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ
2. μέσ. ιλαρύνομαι
χαίρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. -ύνω (πρβλ. απαλύνω, φαιδρύνω)].

German (Pape)

erheitern, erfreuen, Sp.