μαδαῖος

Revision as of 16:38, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

α, ον, poet. for μαδαρός, ἕλκη Poet. de herb.83.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ μαδαρός, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. 83.

Greek Monolingual

μαδαῖος, -αία, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του μαδαρός) υγρός, πυώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μαδαρός, από το θ. του μαδῶ].

German (Pape)

poet. = μαδαρός, Sp.