κλεισία

Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, A inn, IG42(1).114.21, 30, 109 ii 151, al. (Epid.). II v. κλεισιάδες

Greek Monolingual

κλεισία και κλισία, ἡ (Α)
1. το πανδοχείο
2. (στον πληθ. κλεισιάδες)
(δ. γρφ. αντί κλεισιάδες) αἱ κλεισίαι
οι μεγάλες θύρες της αυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κλισία (< κλίνω). Το -ει- οφείλεται σε επίδραση του κλείω.

German (Pape)

s. κλισία.