κραυγός

Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, woodpecker, Hsch.:—also κραυγόν (leg. -γών), Id.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγός: -οῦ, ὁ, «δρυοκολάπτου εἶδος» Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ «κραυγόν· ποιὸς ὄρνις», ἔνθα ἡ ἀλφαβητικὴ τάξις ἀπαιτεῖ κραυγών, όνος, ὁ.

Greek Monolingual

κραυγός, ὁ, και κραυγόν, τὸ (Α) κραυγή
(κατά τον Ησύχ.) δρυοκολάπτης.

German (Pape)

ὁ, der Schreier, ein Vogel, der Specht, Hesych.