εὐσεβία

Revision as of 16:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, poet. for εὐσέβεια, Thgn. 1142 codd., Pi.O.8.8, S.Ant.943 (lyr.), OC189 (lyr.); personified, Emp.4.5, Critias 6.22, Epigr.Gr.1055 (Syria), etc.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. εὐσέβεια.

Russian (Dvoretsky)

εὐσεβία: Pind., Soph. = εὐσέβεια.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσεβία: ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ εὐσέβεια, Θέογν. 1138, Πινδ. Ο. 8. 10, Σοφ. Ἀντ. 943, Ο. Κ. 189, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 433Α.

English (Slater)

εὐσεβία piety ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς (Boeckh: εὐσεβείας codd.) (O. 8.8)

Greek Monolingual

εὐσεβία και εὐσεβίη, ἡ (Α) ευσεβής
βλ. ευσέβεια.

Greek Monotonic

εὐσεβία: ἡ, ποιητ. αντί εὐσέβεια, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.

German (Pape)

ἡ, p. = εὐσέβεια; Theogn. 11; Pind. Ol. 8.8 nach conj.; zw. bei Soph. in anapaest. O.C. 179; Ant. 934 und sp.D. und Inscr.