ὕγρασμα
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
ὕγρασμα: τό, = τῷ προηγ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803, πρβλ. 268. 23.
German (Pape)
τό,
1 das Benetzte, Angefeuchtete.
2 = ὑγρασία, Feuchtigkeit, Hippocr.
ὕγρασμα: τό, = τῷ προηγ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803, πρβλ. 268. 23.
τό,
1 das Benetzte, Angefeuchtete.
2 = ὑγρασία, Feuchtigkeit, Hippocr.