ὕγρασμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, = ὑγρασία (moisture), Hp. Art. 38 (pl.), Cord. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὕγρασμα: τό, = τῷ προηγ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803, πρβλ. 268. 23.
German (Pape)
τό,
1 das Benetzte, Angefeuchtete.
2 = ὑγρασία, Feuchtigkeit, Hippocr.