v. εἴργω.
3ᵉ pl. pqp. Pass. épq. de εἴργω.
ἐέρχατο: и ἔρχατο эп. 3 л. pl. ppf. к εἴργω.
ἐέρχατο: ἴδε τὸ ῥῆμα εἴργω.
see ἔργω.
ἐέρχατο: γʹ πληθ. Επικ. Παθ. υπερσ. του εἴργω.
3. pluspf. pass. zu εἴργω, ep.