νηποινεί

Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Adv. of sq., with impunity, especially in phrase νηποινεὶ τεθνάναι, SIG194.10 (Amphipolis, iv B.C.), Lexap.And.1.95, Lexap.D.23.60, cf. Pl.Lg.874c; ν. ἀποκτείνειν (v.l. νήποινα) X.Hier.3.3.

French (Bailly abrégé)

adv.
impunément.
Étymologie: νήποινος.

Greek Monolingual

νηποινεί και νηποινί (Α)
επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. -εί / ί (πρβλ. αθε-εί, κληρωτ-ί)].

Greek Monotonic

νηποινεί: ή -ί, Επίρρ., Λατ. impune, χωρίς τιμωρία, ατιμωρητί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νηποινεί: или νηποινί adv. безнаказанно Xen., Plat., Dem.

Middle Liddell

Lat. impune, Plat. [from νήποινος

English (Woodhouse)

with impunity

German (Pape)

νηποινί.