χαμευνία

Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, A a lying on the ground, Ph.1.323 (pl.), Gal.17(2).642, Philostr.VA3.15, Gym.43. II pl., sleeping-mats, Poll.6.11.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμευνία: ἡ, τὸ χαμαὶ κοιμᾶσθαι, Φιλόστρ. 105, Πολυδ. Ϛ΄, 11.

Greek Monolingual

ἡ, Α χαμευνῶ
1. το να κοιμάται κανείς καταγής
2. στον πληθ. αἱ χαμευνίαι
στρώματα ύπνου τοποθετημένα καταγής.

German (Pape)

ἡ, das Liegen oder Schlafen auf der Erde.