σύμπνους

Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ουν, contr. for σύμπνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύμπνοος.

Greek Monolingual

-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῖσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.

Middle Liddell

σύμπνους, ουν, συμπνέω
animated by one breath, in accord with, τινι Anth.

German (Pape)

zusammengezogen aus σύμπνοος.