δίγληνος

Revision as of 16:46, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, with two eye-balls, Theoc.Ep.6.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de dobles pupilas διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos Theoc.Ep.6.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à double prunelle.
Étymologie: δίς, γλήνη.

Russian (Dvoretsky)

δίγληνος: с двойным зрачком: δίγληνοι ὦπες Theocr. оба глаза.

Greek (Liddell-Scott)

δίγληνος: -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6.

Greek Monolingual

δίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.

Greek Monotonic

δίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει δύο κόρες ματιών, αυτός που έχει δύο οφθαλμούς, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

δί-γληνος, ον adj γλήνη
with two eye-balls, Theocr.

German (Pape)

mit doppeltem Augapfel; ὦπες, d.i. beide Augen, Theocr. ep. 6.