διαβόρος

Revision as of 16:46, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, (βιβρώσκω) A devouring, νόσος S.Tr.1084, Ph.7. II διάβορος, ον, Pass., eaten up, consumed, Id.Tr.676; cf. διάβαρος.

Spanish (DGE)

-ον
devorador, que consume νόσος S.Tr.1084, Ph.7, cf. Tx.H.12.793.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge.
Étymologie: διαβιβρώσκω.

Greek Monotonic

διαβόρος: -ον (διαβι-βρώσκω),·
I. αυτός που καταβροχθίζει, κατατρώγει, φθείρει, σε Σοφ.
II. προπαροξ., διάβορος, -ον, Παθ., αυτός που έχει καταναλωθεί πλήρως, αφανισμένος εντελώς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διαβόρος: разъедающий, разрушающий (νόσος δ. πόδα Soph.).

Middle Liddell

διαβόρος, ον διαβιβρώσκω
I. eating through, devouring, Soph.
II. proparox. διάβορος, ον, pass. eaten through, consumed, Soph.

German (Pape)

durchfressend, νόσος δ. πόδα, den Fuß durchfressender Schaden, Soph. Phil. 7; vgl. Tr. 1074.