λούτριον

Revision as of 16:47, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

τό, A water that has been used in washing, Ar.Eq. 1401, Fr.306, Luc.Lex.4. II = λουτήρ, λ. χαλκοῦν μέγα CPR p.125 (iii A. D.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
eau sale d'un bain.
Étymologie: λουτρόν.

Russian (Dvoretsky)

λούτριον: τό грязная вода после мытья, помои (ἐκ τῶν βαλανείων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λούτριον: τό, ὕδωρ χρησιμεῦσαν εἰς λοῦσιν, ἀπόλουμα, ἀπόλουτρον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1401, Ἀποσπ. 290, Λουκ. Λεξιφ. 4.

Greek Monolingual

λούτριον, τὸ (Α) λουτρόν
το νερό που χρησιμοποιήθηκε για πλύσιμο κάποιου («δεὸς μὴ ἐν λουτρίῳ ἀπολουσώμεθα», Λουκιαν.).

English (Woodhouse)

water used for washing

German (Pape)

τό, das gebrauchte Wasch- oder Badewasser, Ar. Eq. 1399, wo die v.l. λουτρόν; Luc. Lex. 4.