ἡ, leisure, Aq., Thd.3 Ki.6.17, Longus3.13.
εὐσχολία: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ εὔσχολος, τὸ σχολὴν ἄγειν, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ., Λόγγος, 3. 13.
εὐσχολία, ἡ (Α) εύσχολοςσχολή, αργία, ευκαιρία.
ἡ, die Muße, Long. 3.13, Conj. für ἀσχολία.