εὔσχολος

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσχολος Medium diacritics: εὔσχολος Low diacritics: εύσχολος Capitals: ΕΥΣΧΟΛΟΣ
Transliteration A: eúscholos Transliteration B: euscholos Transliteration C: eyscholos Beta Code: eu)/sxolos

English (LSJ)

εὔσχολον, unoccupied, esp. by war, Plb.4.32.6; leisured, leisurely, ἀναχώρησις Phld.Oec.p.64J.; εὔσχολος τὴν ψυχήν Hierocl. ap. Stob.4.22.24 (corr. Gaisf.): Comp. εὐσχολώτερος Teles p.47 H., M.Ant.4.24.

German (Pape)

[Seite 1101] müßig, ruhig, Pol. 4, 32, 6; εὐσχολώτερος καὶ ἀταρακτότερος M. Ant. 4, 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a du loisir;
Cp. εὐσχολώτερος.
Étymologie: εὖ, σχολή.

Russian (Dvoretsky)

εὔσχολος: незанятый, свободный Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσχολος: -ον, ὁ σχολὴν ἄγων, ἰδίως ὁ μὴ ἀσχολούμενος εἰς πόλεμον, εὔσχολοι καὶ ἀπερίσπαστοι Λακεδαιμόνιοι γενηθέντες Πολύβ. 4. 32, 6· εὔσχολος τήν ψυχήν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 32. - Ἐπίρρ. εὐσχόλως, Εὐστ. Θεσσαλ. ἔκδ. Μί. τ. 136, σ. 320: - Συγκρ. -ώτερος, Μ. Ἀντων. 3. 24.

Greek Monolingual

εὔσχολος, -ον (Α)
1. ο εύκαιρος
2. αυτός που δεν είναι απασχολημένος (ιδίως σε πόλεμο)
3. ήσυχος, ήρεμος
4. αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί σοβαρά, να αφοσιωθεί σε κάτι.
επίρρ...
εὐσχόλως (Μ)
με εύσχολο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχολος (< σχολή), πρβλ. κακόσχολος, ομόσχολος].