κληρωτρίς

Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, urn for casting lots or votes, Sch.Ar.V.672, 750.

Greek (Liddell-Scott)

κληρωτρίς: -ίδος, ἡ, ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐνέβαλλον τὰς ψήφους οἱ δικασταί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672, 750, Σουΐδ. (ὁ τύπος κληρωτὶς μεταγεν.).

Greek Monolingual

κληρωτρίς, -ίδος, ἡ (Α)
η κληρωτίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής.

German (Pape)

ίδος, ἡ, das Gefäß, in welchesbeim Wählen durchs Los, bes. der Richter, die Lose geworfen wurden, um daraus gezogen zu werden, Schol. Ar. Vesp. 672, 750, sonst ὑδρία genannt. S. auch κληρωτήριον.