κληρωτήριον
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
τό,
A = κληρωτρίς, Ar. Ec.681, Fr.146, Eub.74.5, Arist.Ath.63.2 (unless in signf. ΙΙ), Not. Arch.4.20 (Aug.).
II place where elections by lot or distributions of jurors were held, Arist.Ath.64.3, al., Plu.2.793d, Poll.9.44.
III list of citizens, so called because jurors were selected from it by lot, ἀναγραφῆναι εἰς τὰ κ. OGI229.53 (Smyrna, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1452] τό, der Ort, wo Wahlen durchs Loos gehalten werden, ἔνθα κληροῦνται οἱ δικασταί B. A. 47; Plut. an seni 18. – Bei Ar. Eccl. 681, ποῖ τὰ κληρωτήρια τρέψεις, von den Urnen, aus welchen die Loose der Richter gezogen werden; Eubul. Ath. XIV, 640 c; Poll. 10, 61. – Nach Poll. 9, 44 der Ort im Theater, wo die durchs Loos gewählten Beamten des Volkes saßen.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu où se font les élections de magistrats ou des jurés par voie de tirage au sort.
Étymologie: κληρόω.
Russian (Dvoretsky)
κληρωτήριον: τό
1 место выборов по жребию Plut.;
2 урна для жеребьевки Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κληρωτήριον: τό, ἐν Ἀθήναις, τόπος τις ἐν τῷ θεάτρῳ ἔνθα συνηδρίαζον οἱ ἄρχοντες καὶ δικασταὶ (οἱ κληρωτοί), Πολυδ. Θϳ, 44. ΙΙ. = κληρωτρίς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 682, πρβλ. Ἀποσπ. 194, Εὔβουλ. «Ὀλβ.» 1. 5. ΙΙΙ. ὁ τόπος ἔνθα ἐγίνοντο αἱ διὰ κλήρου ἐκλογαί, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 92. 2., 95. 16 κἑξ., 99. 34, Blass, Πλούτ. 2. 793D, A. B. 47. IV· ὁ κατάλογος τῶν διὰ κλήρου ἐκλεχθέντων, ἀναγραφῆναι εἰς τὸ κλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1337. 53.
Greek Monolingual
κληρωτήριον, τὸ (Α)
1. (στην αρχαία Αθήνα) ο τόπος στο θέατρο όπου συνεδρίαζαν οι άρχοντες και οι δικαστές, οι κληρωτοί
2. η κληρωτίδα («τὰ δὲ κληρωτήρια ποῖ τρέψεις;», Αριστοφ.)
3. τόπος όπου γίνονταν εκλογές αρχόντων, δικαστών κ.λπ. με κλήρωση
4. ο κατάλογος αυτών που εκλέχθηκαν με κλήρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. δεσμωτήριον, ιδρωτήριον)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κληρωτήριον -ου, τό [κληρόω] klèrotèrion (instrument voor het loten).