λυραοιδός

Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

(or rather λυράοιδος Hdn.Gr.1.229), ὁ, ἡ, one who sings to the lyre, AP7.612 (Agath.), APl.4.279:—contr. λῠρῳδός, AP6.118 (Antip.), Plu.Sull.33: Adj. -ῳδὸς ἁρμονία Callistr.Stat.7.

French (Bailly abrégé)

p. contr. λυρῳδός;
οῦ (ὁ, ἡ)
joueur, joueuse de lyre.
Étymologie: λύρα, ἀοιδός.

Russian (Dvoretsky)

λῠραοιδός: стяж. λῠρῳδός ὁ и ἡ играющий (играющая) на лире, лирник Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῠραοιδός: (ᾒ λυράοιδος, Ἀρκάδ. σ. 86. 25), ὁ, ἡ, ὁ ᾄδων πρὸς λύραν, Ἀνθ. Π. 7. 612, Πλαν. 729·- συνῃρημ. λυρῳδός, Ἀνθ. Π. 6. 118· λ. γυνὴ Πλουτ. Σύλλ. 33.

Greek Monolingual

λυραοιδός, ὁ, ἡ (Α)
βλ. λυρωδός.

Greek Monotonic

λῠραοιδός: ὁ, ἡ, αυτός που τραγουδάει με συνοδεία λύρας, σε Ανθ.· συνηρ. λυρῳδός, στον ίδ., Πλούτ.

Middle Liddell

λῠρ-αοιδός, οῦ, ὁ,
one who sings to the lyre, Anth.:— contr. λυρῳδός, Anth., Plut.

German (Pape)

ὁ, zusammengezogen λυρῳδός, der zur Lyra singt, Leiersänger, Sp., auch ἡ λυρ., Agath. 91 (VII.612).