λυρῳδός
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
v. λυραοιδός.
French (Bailly abrégé)
v. λυραοιδός.
German (Pape)
ὁ, = λυραοιδός, Plut. Sull. 33 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
λῠρῳδός: ὁ и ἡ стяж. = λυραοιδός.
Greek (Liddell-Scott)
λῠρῳδός: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ λυραοιδός, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρωδός, τραγωδός].
Greek Monotonic
λῠρῳδός: συνηρ. αντί λυρ-αοιδός.