οἰστρήεις

Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

εσσα, εν, A stinging to madness, Opp.C.2.423, Nonn.D.5.328. II Pass., stung to madness, ib.21.188, al.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρήεις: εσσα, εν, ὁ εἰς μανίαν κεντηθείς, Ὀππ. Κυν. 2. 423, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 13.

Greek Monolingual

οἰστρήεις, -εσσα, -ῆεν (Α)
1. αυτός που επιφέρει μανία
2. αυτός που καθίσταται μανιώδης από δήγμα οίστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. ονειρ-ήεις)].

German (Pape)

εσσα, εν, von den Bremsen gestochen, wütend; Opp. Cyn. 2.423; Nonn. Io. 18.13.