δήγμα
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
το (AM δῆγμα) δάκνω
δάγκωμα, δαγκωνιά
νεοελλ.
1. απλό κέντρισμα, τσίμπημα από Έντομο («δήγμα κουνουπιού»)
2. ύπουλη βλάβη, απλό πείραγμα
μσν.
πόνος, οδύνη
αρχ.
1. η ποσότητα την οποία μπορεί κάποιος να δαγκώσει
2. φρ. «δῆγμα λύπης» — λύπη που βασανίζει, σαν δαγκωματιά.