χαράδριον

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

τό, Dim. of χαράδρα, Str.16.4.13.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰράδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χαράδρα, Στράβ. 773.

Greek Monolingual

(I)
και ποιητ. τ. χαράδρειον, τὸ, Α χαράδρα
υποκορ. του χαράδρα.
(II)
τὸ, Μ
βλ. χαλάδριον.

German (Pape)

τό, dim. von χαράδρα, eine mit Wasser gefüllte Vertiefung, Strabo.