λατομικός

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ή, όν, for quarrying stones, σίδηρος D.S.3.12.

Russian (Dvoretsky)

λᾱτομικός: камнебитный, камнетесный (σίδηρος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτομικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, σίδηρος Διόδ. 3. 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λατομικός, -ή, -όν) λατόμος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο
αρχ.
κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου.

German (Pape)

[ᾱ], ή, όν, zum Brechen der Steine gehörig, σίδηρος, DS. 3.12.