ὑψίθρονος

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, high-throned, of gods, Pi.N.4.65, I.6 (5).16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au siège ou au trône élevé.
Étymologie: ὕψι, θρόνος.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίθρονος: высоко восседающий (Κλωθώ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ἐπὶ τῶν θεῶν, Πινδ. Ν. 4. 105, Ι. 6 (5). 23.

English (Slater)

ὑψίθρονος, -ον throned on high ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων (N. 4.65) ὑψίθρονον Κλωθὼ (I. 6.16)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί-θρονος)].

Greek Monotonic

ὑψίθρονος: -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑψί-θρονος, ον,
high-throned, Pind.

German (Pape)

hoch thronend, Κλωθώ Pind. I. 5.16, Νηρεΐδες N. 4.65.