ὑψίθρονος
English (LSJ)
ον, high-throned, of gods, Pi.N.4.65, I.6 (5).16.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ὑψίθρονος: высоко восседающий (Κλωθώ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ἐπὶ τῶν θεῶν, Πινδ. Ν. 4. 105, Ι. 6 (5). 23.
English (Slater)
ὑψίθρονος, -ον throned on high ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων (N. 4.65) ὑψίθρονον Κλωθὼ (I. 6.16)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί-θρονος)].
Greek Monotonic
ὑψίθρονος: -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.