κραύγασος

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ὁ, bawler, shouter, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κραύγᾰσος: ὁ, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Λοβ. Φρύνιχ. 338, 436.

Greek Monolingual

κραύγασος, ὁ (AM)
αυτός που βγάζει συνεχώς κραυγές, φωνακλάςὀχλώδης καὶ κραύγασος καὶ λάλος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < κραυγή ή κραυγάζω με επίθημα -σος].

German (Pape)

ὁ, der Schreier, Sp.; vgl. Lobeck zu Phryn. 338, 436.