κατατρέπω
English (LSJ)
put to flight, PMasp.4.13 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
κατατρέπω: τρέπω πρὸς τὰ κάτω, καταβάλλω τινὰ, τρέπω εἰς φυγὴν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατετρέπετο Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
κατατρέπω (Α)
1. τρέπω σε φυγή
2. μέσ. κατατρέπομαι
καταβάλλω, νικώ κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», Γρηγ. Ναζ.).