κατατρέπω

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

put to flight, PMasp.4.13 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

κατατρέπω: τρέπω πρὸς τὰ κάτω, καταβάλλω τινὰ, τρέπω εἰς φυγὴν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατετρέπετο Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

κατατρέπω (Α)
1. τρέπω σε φυγή
2. μέσ. κατατρέπομαι
καταβάλλω, νικώ κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», Γρηγ. Ναζ.).

German (Pape)

umwenden, in die Flucht schlagen, auch med., Sp.