τρυπανίζω
English (LSJ)
bore through, Hsch. (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπᾰνίζω: διατρυπῶ διὰ τρυπάνου, «τρυπανίζεται· τρυπάνῳ πλήσσεται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
German (Pape)
[ῡ], bohren, durchbohren, Hesych. τρυπάνῳ πλήττειν.
bore through, Hsch. (Pass.).
τρῡπᾰνίζω: διατρυπῶ διὰ τρυπάνου, «τρυπανίζεται· τρυπάνῳ πλήσσεται» Ἡσύχ.
[ῡ], bohren, durchbohren, Hesych. τρυπάνῳ πλήττειν.