κράντειρα

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq. ΙΙ, APl.4.220 (Antip.), Orph.Fr. 176.

Greek Monolingual

κράντειρα, ἡ (Α)
(θηλ. του κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ-ήρ + κατάλ. -ειρα (πρβλ. σωτ-ήρ: σώτ-ειρα)].

German (Pape)

ἡ, fem. zu κραντήρ; πόνου Antip.Sid. 35 (Plan. 220).