νηπιόφρων

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, of childish mind, silly, Str.1.2.8.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d'esprit enfantin, simple, naïf.
Étymologie: νήπιος, φρήν.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας νηπιώδεις, νήπια φρονῶν, ἀνόητος, Στράβ. 20.

Greek Monolingual

νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός.
επίρρ...
νηπιοφρόνως (Α)
με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό-φρων, μωρό-φρων].

Greek Monotonic

νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μυαλό νηπίου, ανόητος, σε Στράβ.

Middle Liddell

νηπιό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,
of childish mind, silly, Strab.

German (Pape)

ον, kindisch gesinnt, töricht, Strab. 1.2.8.